προφύλαγμα

προφύλαγμα
-άγματος, τό, Μ [προφυλάσσω]
προφυλακή, φρούριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προφύλαγμα — outpost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφύλαγμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο προφυλάγεται κανείς. 2. προφύλαξη: Αυτό το προφύλαγμα με βάζει σε υποψίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

  • αλεξιβόλιο — το προφύλαγμα από τα βλήματα, αλλιώς θραυσματοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικό: όρος πλάστηκε < αλεξι * + βόλιο < βολή] …   Dictionary of Greek

  • αποστέγαση — η (Α ἀποστέγασις) νεοελλ. αφαίρεση της στέγης ή οποιουδήποτε επικαλύμματος, ξεσκέπασμα αρχ. στέγασμα, προφύλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”